- γενομένας
- γενομένᾱς , γίγνομαιcome into a new state of being: aor part mid fem acc plγενομένᾱς , γίγνομαιcome into a new state of being: aor part mid fem gen sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
γενομένας — γενομένᾱς , γίγνομαι come into a new state of being aor part mid fem acc pl γενομένᾱς , γίγνομαι come into a new state of being aor part mid fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FAUNI Ficarii — apud Hieronym. in versione Ieremiae c. 50. v. 39. ubi in Hebraeo est Gap desc: Hebrew, occurrunt: item apud eundem in Esai c. 13. ac Isid. Origin. l. 8. in sine, et rursus l. 11. c. 3. Sic apud paulum Diacon. Filmer Gothorum Rex sagas quasdam,… … Hofmann J. Lexicon universale
FULMEN — in Theologie Poetica, ut et Tonitru, designatut Geryonis fabula, cui a γηρύειν, i. e. φωνεῖν, Lat. sonando, nomen. Unde quod is triceps, quod boves ei tributi, quorum in Ins. Erythia sedes; quod idem ex Chrysaore et Callirrhoe natus fingitur,… … Hofmann J. Lexicon universale
δυσάγων — δυσάγων, ο (Α) αυτός που έχει δύσκολους αγώνες («πολυπόνους γενομένας και δυσάγωνας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
λιμοκτονία — η (Α λιμοκτονία, ιων. τ. λιμοκτονίη) [λιμοκτονώ] νεοελλ. 1. θάνατος από ασιτία, από πείνα 2. συνεχής και μεγάλη στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή αρχ. μέθοδος θεραπείας με αποχή από τροφή, με απαγόρευση τροφής («τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας τὰς… … Dictionary of Greek
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek